- χειλεοπλασία
- η пластическая операция губ
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χειλεοπλασία — η, Ν ιατρ. βλ. χειλεοπλαστία … Dictionary of Greek
χειλεοπλαστία — και χειλεοπλασία και χειλεοπλαστική, η, Ν ιατρ. πλαστική εγχείρηση για τον ανασχηματισμό χείλους που παρουσιάζει δυσμορφία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cheiloplastie < χείλος + πλάσσω. Το επίθ. χειλεοπλαστικός μαρτυρείται από το 1895… … Dictionary of Greek
χειλοπλαστία — η, Ν βλ. χειλεοπλασία … Dictionary of Greek